αιμοσφαιρίνη

αιμοσφαιρίνη
Χρωμοπρωτεΐνη του αίματος, ικανή να ενώνεται προσωρινά με το ατμοσφαιρικό οξυγόνο. Αποτελείται από την ένωση μιας σφαιρίνης, της ιστόνης και της αίμης, η οποία αποτελείται από μια πορφυρίνη και σίδηρο. Η α. αντιπροσωπεύει την κύρια αναπνευστική χρωστική όλων των σπονδυλωτών. Στον άνθρωπο βρίσκεται μέσα στα ερυθροκύτταρα και σε αυτήν οφείλεται το χαρακτηριστικό χρώμα τους. Φυσιολογικά, σε 100 κ. εκ. αίματος περιέχονται γύρω στα 15 γραμμάρια α. Είναι γνωστές παθολογικές καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μείωση του ποσού της α. (γενικά αναιμίες και ιδιαίτερα η σιδηροπενική αναιμία) και άλλες (αιμοσφαιρινοπάθειες), στις οποίες τα ερυθροκύτταρα περιέχουν α. με ανώμαλη κατασκευή (θαλασσαιμία, δρεπανοκυτταρική αναιμία). Σε αυτές τις τελευταίες η παρουσία της ανώμαλης α. έχει καθαρά κληρονομικό χαρακτήρα. Η αναπνευστική ικανότητα της α. μπορεί να ανασταλεί από χημικές ομάδες, με τις οποίες η α. συνδέεται σταθερότερα απ’ ό,τι με το οξυγόνο· τέτοια είναι η περίπτωση της δηλητηρίασης με μονοξείδιο του άνθρακα. Κρύσταλλοι αιμοσφαιρίνης όπως φαίνονται στο μικροσκόπιο. Κάτω, φασματοσκοπικά χαρακτηριστικά αιμοσφαιρίνης (α), οξυαιμοσφαιρίνης (β) και της ανθρακυλαιμοσφαιρίνης (γ).
* * *
η Ιατρ.
πρωτεΐνη τού αίματος που μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν, όρου, πρβλ., αγγλ. hemoglobin, συγκεκομμένος τ. τής λ. hematoglobulin < hematin, πρβλ. αιματίνη + globulin < λατ. λ. globulus «σφαιρίδιο», πρβλ. σφαιρίνη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιμοσφαιρίνη — αιμοσφαιρίνη, η και αιμογλομπίνη, η (ιατρ.), ουσία λευκωματοειδής που αποτελεί το κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… …   Dictionary of Greek

  • καρβοξυαιμοσφαιρίνη — Ένωση του μονοξειδίου του άνθρακα (CO) με την αιμοσφαιρίνη (Hb), του τύπου HbCO. Σχηματίζεται εύκολα από την αιμοσφαιρίνη ή την οξυαιμοσφαιρίνη και τα διαλύματά της έχουν έντονο κόκκινο χρώμα. Διασπάται προς Hb και CO πολύ πιο αργά απ’ ό,τι η… …   Dictionary of Greek

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • αναπνευστική χρωστική — Συστατικό που συνδυάζεται με σχέση αντίστροφη με το οξυγόνο, έτσι ώστε να μπορεί και να είναι φορέας του και να το αποθηκεύει. Για παράδειγμα, η αιμοσφαιρίνη ή αιμογλοβίνη του ανθρώπινου αίματος φορτώνεται με οξυγόνο στους πνεύμονες, έρχεται σε… …   Dictionary of Greek

  • αναιμία — Παθολογική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μείωση του αριθμού των ερυθρών αιμοσφαιρίων ή από ελάττωση του περιεχομένου τους σε αιμοσφαρίνη ή και από τα δύο. Στον υγιή ενήλικο, ο αριθμός των ερυθρών αιμοσφαιρίων και το περιεχόμενό τους σε… …   Dictionary of Greek

  • θειοαιμοσφαιρίνη — η (βιοχ.) το προϊόν τής ανώμαλης αντιστρεπτής σύνδεσης θείου με την αιμοσφαιρίνη στα ερυθρά αιμοσφαίρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, νόθου συνθ., πρβλ. αγγλ. thiohemoglobin < thio (πρβλ. θείο [ΙΙ]) + hemoglobin (βλ. λ. αιμοσφαιρίνη)] …   Dictionary of Greek

  • μεθαιμοσφαιρίνη — Παράγωγο της αιμοσφαιρίνης, στο οποίο το ιόν του σιδήρου είναι οξειδωμένο από τη μορφή Fe2+, με την οποία απαντάται φυσιολογικά, στη μορφή Fe3+. Η μ. έχει καστανοκόκκινο χρώμα και δεν έχει την ικανότητά να μεταφέρει οξυγόνο στους ιστούς, λόγω… …   Dictionary of Greek

  • οξυγόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Ο· ανήκει στην έκτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 8, ατομικό βάρος 16, τρία σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά, όλα με βραχύτατο χρόνο ζωής. Στοιχείο απαραίτητο για τη ζωή,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”